- λακτοφερρίνη
- η(βιοχ.) πρωτεΐνη που συνδέει δύο άτομα σιδήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lactoferrine < lact- (< λατ. lac, -tis) + ferr- (< λατ. ferrum «σίδηρος») + -ine].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.